- Ἀμαρυσίας
- Ἀμαρυσίᾱς , Ἀμαρυσίηfem acc plἈμαρυσίᾱς , Ἀμαρυσίηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άθμονον ή Αθμονή — Η αρχαιότερη ονομασία του σημερινού Αμαρουσίου, που ονομάστηκε έτσι από την Αμαρυσία Αρτέμιδα που τη λάτρευαν οι Αθμονείς. Ο δήμος Αθμονέων ανήκε στην Κεκροπία φυλή. Εκεί ο Πορφυρίων ίδρυσε τον ναό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος. Οι Αθμονείς λέγονταν… … Dictionary of Greek
Κουρουνιώτης, Κωνσταντίνος — (Χίος 1872 – Αθήνα 1945). Αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός. Μετά τις φιλολογικές και αρχαιολογικές σπουδές του στην Αθήνα, στην Ιένα και στο Μόναχο υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και ως διευθυντής στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 1929 έγινε μέλος… … Dictionary of Greek